πετασίτης

πετασίτης
(petasites). Φυτό ποώδες, της οικογένειας των Συνθέτων. Αριθμεί περίπου 20 είδη, τα οποία ευδοκιμούν στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι π. έχουν μεγάλα, πλατιά φύλλα και άνθη σε τσαμπιά. Στην Ελλάδα ευδοκιμεί ο π. το υβρίδιο, γνωστό και με το όνομα κωλοπάνα, που φυτρώνει στις όχθες των ποταμών. Άλλα είδη είναι οπ. ο παλαμόφυλλοςτης Βόρειας Αμερικής, οπ. ο εύοσμος, στις παραμεσόγειες χώρες της Δύσης και οπ. ο ιαπωνικός, ιθαγενής της Ιαπωνίας.
* * *
ο, ΝΜΑ βοτ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 περίπου είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών φυτών τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην Ελλάδα απαντά αυτοφυές το είδος Petasites hybridus, γνωστό με την κοινή ονομασία κωλοπάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δενδρ-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετασίτις — ίτιδος, ἡ, Α ο πετασίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτασος «πλατύ καπέλο» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μολοχ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • σινεράρια — Κοινή ονομασία που δίδεται σε πολυάριθμες καλλιεργούμενες ανθοκομικές ποικιλίες του φυτού κινεραρία (ή σεκένιο) η αιματώδης, της οικογένειας των Σύνθετων (δικοτυλήδονα). Είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή διετή, ύψους 25 50 εκατ. με μεγάλα καρδιόσχημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”